ἀλήτων

ἀλήτων
ἄλητον
meal
neut gen pl
ἀλέω
grind
pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)
ἀλέω
grind
pres imperat act 3rd dual (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀλητῶν — Ἀλήτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλητῶν — ἀλετός grinding masc gen pl ἀλήτης wanderer masc gen pl ἀλητός to grind fem gen pl ἀλητός to grind masc/neut gen pl ἀλητός to grind masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… …   Dictionary of Greek

  • μορταρία — η το συνάφι τών μόρτηδων, ο κόσμος τών αλητών, η αλαναρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρτης + κατάλ. αρία (πρβλ. αλαν αρία)] …   Dictionary of Greek

  • φούρκα — (I) η, ΝΜΑ 1. διχαλωτός πάσσαλος, δικράνι 2. αγχόνη, κρεμάλα νεοελλ. 1. οργή, θυμός που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, μνησικακία («η φούρκα του δεν περιγράφεται») 2. φρ. α) «τόν έχω φούρκα» τόν έχω μανία, είμαι εξοργισμένος εναντίον του β) «μέ… …   Dictionary of Greek

  • Ρισπέν, Ζαν — (Richepin, Αλγερία 1849 – Παρίσι 1926). Γάλλος συγγραφέας. Έζησε περιπετειώδη ζωή και ασχολήθηκε με πολλά επαγγέλματα ώσπου να καταπιαστεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία (ναυτικός, χαμάλης, ηθοποιός κ.ά.). Αργότερα συνεργάστηκε με διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — η 1. η ιδιότητα του εγκληματία, η τάση προς το έγκλημα: Η εγκληματικότητα των αλητών. 2. το σύνολο των εγκλημάτων που γίνονται σε μια χώρα: Η εγκληματικότητα στη χώρα μας αυξήθηκε τελευταία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • al-5 (*hel-) —     al 5 (*hel )     English meaning: “to grind”     Deutsche Übersetzung: “mahlen, zermalmen”     Material: O.Ind. áṇu “ fine, thin, very small “ (*al nu ), Hindi and Bengali üṭ ü “ flour “ (below likewise; Kuhn KZ. 30, 355; different Specht …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”